υποκιρσώ

υποκιρσώ
-όω, Α
(συν. το παθ.) ὑποκιρσοῡμαι, -όομαι
(για φλέβα) είμαι εξοιδημένος, είμαι πρησμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κιρσοῦμαι (< κιρσός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”